Ζώνες ερυθρού, φως, ξεσπά η μέρα
προτείνοντας το μάγουλο στον άνεμο.
Στέκω με το ερώτημα ανά χείρας
γυμνός, βέβαιος, στο στήθος σταματάς.
Πού πας;
Εκεί, στις ράγες του αποτυπώματος της παλάμης μου,
αναζητώ ξανά το που δεν έχει όνομα.
Εκεί στον τόπο της ζητιανιάς. Ελεήμων, ελέησόν με.
Να λοιπόν πώς ξέσπασε η μέρα γόνιμη.