25 Απριλίου, 2006

Χάϊ κου

.
.
.
Γιατί μιλάει
ο άνεμος στα φύλλα;
Αναρωτιέσαι!
.
.
.

18 Απριλίου, 2006

Το καραβάκι.


Το καραβάκι: "ΧΑΝΟΜΑΙ ΓΙΑ ΣΕΝΑ..."
Τώρα κατάλαβα τί ήταν εκείνο το αίσθημα που με έκανε να χοροπηδήσω όταν είδα το καραβάκι στην άκρη της δεντροστοιχίας έξω απο το νεκροταφείο της Καισαριανής: μου μιλούσε για την αναχώρηση. Και το αγόρασα.
Τότε δεν ήξερα ακόμη ποιανού αναχώρηση. Και χαιρόμουν γιατί νόμιζα ήταν η δική μου. Θέλησα να του δώσω το όνομά σου. Και "κάποιος" σου υπαγόρευσε να μου θυμήσεις το "ΧΑΝΟΜΑΙ ΓΙΑ ΣΕΝΑ" από κείνο το πανέμορφο κωνσταντινοπολίτικο τραγούδι. Και είπα "ναι! αυτό είναι" αλλά δεν αξιώθηκα να το γράψω στην κουπαστή του. Έπρεπε να έρθει η ώρα της αναχώρησής σου για να καταλάβω. Το καραβάκι μου έδειχνε τη δική σου αναχώρηση! Και σε μένα έμεινε το όνομά και το αίσθημα: Χάνομαι για σένα.

14 Απριλίου, 2006

Τα κάστρα πέφτουν απο μέσα...

Η μικρή μας κοινωνία βιώνει τα τελευταία χρόνια μια αργή και ύπουλη αφαίμαξη στο ανθρώπινο δυναμικό της. Μειώθηκε δραματικά ο πληθυσμός της στις ηλικίες μεταξύ 18 και 25 ετών. Οι βασικές αιτίες δύο: σπουδές και εξεύρεση επαγγελματικής αποκατάστασης. Και οι δύο αιτίες σοβαρότατες και χωρίς την δυνατότητα αναίρεσής τους. Οι νέοι πρέπει να σπουδάσουν, πρέπει να αναζητήσουν την καλύτερη, γι αυτούς και για τις δυνατότητές τους, ευκαιρία για επαγγελματική και οικονομική ανέλιξη.

Έτσι στην πόλη παραμένουν είτε αυτοί που δεν επιλέγουν ή δεν μπορούν να συνεχίσουν τις σπουδές μετά το λύκειο, είτε αυτοί που έχουν εξασφαλισμένη από τους γονείς τους την επαγγελματική τους αποκατάσταση. Και οι δύο αυτές περιπτώσεις συμπληρώνονται από αυτούς που επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν τις σπουδές τους για την κατάληψη μιας θέσης στο δημόσιο τομέα. Σε κάθε όμως περίπτωση τα μυαλά, οι δημιουργικοί άνθρωποι που διακατέχονται από ανησυχία για το καινούργιο και την ορμή να χτίσουν το νέο, δεν βρίσκουν χώρο και εγκαταλείπουν την πόλη. Στην δε μετοικεσία συμβάλουν και οι περισσότεροι γονείς όταν διακρίνουν ότι το παιδί τους έχει τις δυνατότητες να διευρύνει τους οικονομικούς ή επιστημονικούς ή καλλιτεχνικούς του ορίζοντες. Και κανείς δεν μπορεί να τους ψέξει. Το αντίθετο. Όσοι γονείς κατευθύνουν τους γόνους τους σε άλλη γη δείχνουν γενναιότητα και φορτώνονται το συναισθηματικό κόστος της «απώλειας».

Από την άλλη μεριά η πόλη μας στερείται το πιο ζωντανό και δημιουργικό κομμάτι της, τους ανθρώπους που με την ορμή και την δημιουργικότητά τους θα αμφισβητήσουν και θα επανακαθορίσουν τα όρια αυτής της κοινωνίας. Και η αποστέρηση αυτή έχει αργές μεν αλλά καταστροφικές συνέπειες. Στο επίπεδο το ψυχοκοινωνιολογικό: η πόλη είναι μία πόλη «γερασμένη». Όχι ίσως τόσο από άποψη ηλικίας όσο από άποψη συμπεριφοράς. Ακόμη και οι νέοι που παραμένουν σ’αυτήν συμπεριφέρονται σαν να δίνουν αναφορά κάπου. Δηλαδή σαν γέροντες. Με κωδικοποιημένες συμπεριφορές χωρίς ευδιάκριτη αναγνωρισιμότητα της προσωπικής θέλησης. Στο ντύσιμο, στον τρόπο διασκέδασης, στον τρόπο που οργανώνουν τις σχέσεις τους. Λείπει η φρεσκάδα της νεανικής ορμής που μέσα από λάθη, ρίξεις και συγκρούσεις διαμορφώνει το καινούργιο. Αυτά συντελούνται αλλού και μας έρχονται συνήθως ως κακέκτυπα. Στο οικονομικό επίπεδο η αφαίμαξη αυτού του δυναμικού κατεβάζει την ποιότητα των προσφερομένων υπηρεσιών και την δυνατότητα να δούμε καινούργιες επιχειρηματικές προτάσεις στην πόλη μας πέρα από τις συνηθισμένες και κληροδοτημένες από τους παλαιότερους.

Αναστροφή σ’αυτήν την κατάσταση δεν φαίνεται να υπάρχει. Είναι από τα μεγάλα προβλήματα που οι πολιτικοί αποφεύγουν σαν τον διάολο το λιβάνι. Η απάντηση απαιτεί μακροπρόθεσμες κινήσεις που δεν «βγάζουν είδηση». Αλλά και οι συμπολίτες μας φαίνεται να κινούνται τελείως μοιρολατρικά.

Παραμένει ωστόσο ως πρόβλημα. Πρόβλημα Πολιτικό, με π κεφαλαίο. Αν το διακρίνουμε, αν το έχουμε στο νου μας, μπορούμε ακόμη και μεσοπρόθεσμα να το αντιμετωπίσουμε. Είτε άμεσα είτε έμμεσα. Προς το παρόν όμως ας αρκεσθούμε στην προσπάθεια να αναγνωρίσουμε και να περιγράψουμε το πρόβλημα σε όλες του τις διαστάσεις. Για τις πιθανές λύσεις του θα επανέλθουμε.

12 Απριλίου, 2006

Συζήτηση-Διαβούλευση.

Το ζήτημα της "κυκλοφορίας των αυτοκινήτων" μέσα στην πόλη πρέπει να μετατραπεί σε ζήτημα "κυκλοφορίας των ανθρώπων". Η ανατοποθέτηση αυτή ανοίγει μια άλλη προοπτική στην συζήτηση για το κυκλοφοριακό. Γίνεται έτσι πυρήνας του προβληματισμού ο άνθρωπος ως οντότητα και ως πολίτης και όχι τα τεχνικά του μέσα. Πρίν όμως απο όλα αυτά προέχει η συζήτηση, η διαβούλευση (επι το νεωτερικότερον). Δεν ξέρουμε να συζητάμε, να βουλευόμαστε, να βάζουμε δηλαδή κάτω το πρόβλημα και ακόμη και αν έχουμε διαμετρικά αντίθετες απόψεις να τις εκθέτουμε με πλήρη ευθύνη προσδοκώντας ότι θα καταλήξουμε σε μία πρακτική που θα ή θα λύσει το πρόβλημα ή θα το βάλει σε μία διαδικασία επίλυσης. Η έννοια της συζήτησης εν προκειμένω περιλαμβάνει όλες της τις μορφές: προφορικές, γραπτές, πειραματικές κλπ. Έχει ενδιαφέρον να δούμε πως ένα πρόβλημα, όπως το κυκλοφοριακό, ή όπως των διατηρητέων συνοικιών, ή όπως της διαχείρισης των μνημείων μπορεί να αναχθεί σε συζήτηση-διαβούλευση και στην συνέχεια συναίνεση. Ποιοί συμμετέχουν; Πώς ορίζεται το πλαίσιο μιας συζήτησης; Πόσο χρόνο κρατάει; Είναι μια εμπειρία που πρέπει να κατακτηθεί απο τους συμπολίτες.